- προσφυγικός
- -ή, -ό, Ν [πρόσφυγας]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόσφυγα ή στους πρόσφυγες («προσφυγική αποκατάσταση»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προσφυγικάσυνοικία προσφύγων3. φρ. «προσφυγικό ζήτημα» — το ζήτημα που δημιουργείται από τη συρροή και εγκατάσταση μεγάλων πληθυσμών σε άλλη χώρα, όχι πάντοτε ομοεθνή, ως απόρροια πολέμου ή διωγμού εθνικού ή θρησκευτικού.
Dictionary of Greek. 2013.