προσφυγικός

προσφυγικός
-ή, -ό, Ν [πρόσφυγας]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόσφυγα ή στους πρόσφυγες («προσφυγική αποκατάσταση»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προσφυγικά
συνοικία προσφύγων
3. φρ. «προσφυγικό ζήτημα» — το ζήτημα που δημιουργείται από τη συρροή και εγκατάσταση μεγάλων πληθυσμών σε άλλη χώρα, όχι πάντοτε ομοεθνή, ως απόρροια πολέμου ή διωγμού εθνικού ή θρησκευτικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσφυγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πρόσφυγες: Προσφυγικός συνοικισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνοικισμός — ο, ΝΑ [συνοικίζω] νεοελλ. 1. συγκρότημα κατοικιών κοντά σε πόλη, χωριστά από αυτήν («προσφυγικός συνοικισμός») 2. τόπος όπου είναι εγκατεστημένοι λίγοι κάτοικοι 3. βιολ. η συνοίκηση αρχ. 1. γάμος, συνοικέσιο 2. ίδρυση πόλης ή χωριού 3. επανίδρυση …   Dictionary of Greek

  • Κατσιρέλος, Παναγιώτης — (Σμύρνη 1915 –). Τυπογράφος και λογοτέχνης. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση της περιόδου 1941 44. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εξέδιδε την εφημερίδα Αναγέννηση και από το 1951 το περιοδικό Πορεία. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Σμύρνη — Πολή (73.986 κάτ.) της νομαρχίας Αθηνών του νομού Αττικής. Η Ν.Σ., προσφυγικός αρχικά οικισμός, αναπτύχθηκε γοργά σε πολυάνθρωπο δήμο, με ωραίες οικοδομές και αξιόλογη πολιτιστική κίνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”